ομόκεντρος

ομόκεντρος
ομόκεντρος, -η, -ο και ομοκεντρικός, -ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με άλλους: Ομόκεντροι κύκλοι.
2. ως ουσ., ομόκεντρο, το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων ή σφαιρών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμόκεντρος — concentric with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόκεντρος — η, ο (Α ὁμόκεντρος, ον) (για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, ομοκεντρικός («ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει», Στράβ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ομόκεντρο το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων… …   Dictionary of Greek

  • ὁμόκεντρον — ὁμόκεντρος concentric with masc/fem acc sg ὁμόκεντρος concentric with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκέντροις — ὁμόκεντρος concentric with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκέντρου — ὁμόκεντρος concentric with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκέντρους — ὁμόκεντρος concentric with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκέντρων — ὁμόκεντρος concentric with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκέντρῳ — ὁμόκεντρος concentric with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόκεντρα — ὁμόκεντρος concentric with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόκεντροι — ὁμόκεντρος concentric with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”